- συρράπτει
- συρράπτωsewpres ind mp 2nd sgσυρράπτωsewpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελλοράφος — ον, Α αυτός που συρράπτει δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ. < λατ. pellis «δέρμα» + ράφος (< ῥάπτω)] … Dictionary of Greek
ρακιοσυρραπτάδης — ὁ, Α 1. αυτός που μαζεύει, που συγκεντρώνει και συρράπτει κουρέλια 2. (ως σκωπτική προσωνυμία τού Ευριπίδου) αυτός που ντύνει τους ήρωές του με κουρέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκιον + συρράπτω + κατάλ. άδης (πρβλ. συλλεκτ άδης)] … Dictionary of Greek
ραψωδός — Κατά την ελληνική αρχαιότητα επαγγελματίας ο οποίος απήγγελλε επικά ποιήματα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το όνομα αοιδός, το οποίο διατηρήθηκε για αιώνες· μόνο από τον 5o αι. π.X. χρησιμοποιήθηκε ο όρος ρ., που θεωρήθηκε κατόπιν από τους σύγχρονους… … Dictionary of Greek
συρράμων — ὁ, Μ 1. αυτός που συρράπτει 2. μτφ. δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρράπτω + επίθημα μων (πρβλ. νοή μων)] … Dictionary of Greek
συρραφεύς — έως, ὁ, Α [συρράπτω] αυτός που συρράπτει … Dictionary of Greek